εξέθεσα
Смотреть что такое "εξέθεσα" в других словарях:
εκθέτω — εκθέτω, εξέθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακαλλώπιστος — η, ο 1. αστόλιστος: Η πλατεία της εκκλησίας δεν πρέπει να μείνει ακαλλώπιστη. 2. ανεπιτήδευτος: Με λόγια απλά και ακαλλώπιστα του εξέθεσα την κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκθέτω — έκθεσα και εξέθεσα, εκτέθηκα, εκτεθειμένος, μτβ. 1. θέτω έξω, τοποθετώ στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο χώρο: Εκτέθηκε το πτώμα για αναγνώριση. 2. τοποθετώ προϊόντα φυσικά, βιομηχανικά, καλλιτεχνικά σε ειδική έκθεση: Εκθέτει τους πίνακές του στην αίθουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)