εξέθεσα

εξέθεσα
εξέθηκα αόρ. от εκθέτω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εξέθεσα" в других словарях:

  • εκθέτω — εκθέτω, εξέθεσα βλ. πίν. 137 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακαλλώπιστος — η, ο 1. αστόλιστος: Η πλατεία της εκκλησίας δεν πρέπει να μείνει ακαλλώπιστη. 2. ανεπιτήδευτος: Με λόγια απλά και ακαλλώπιστα του εξέθεσα την κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκθέτω — έκθεσα και εξέθεσα, εκτέθηκα, εκτεθειμένος, μτβ. 1. θέτω έξω, τοποθετώ στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο χώρο: Εκτέθηκε το πτώμα για αναγνώριση. 2. τοποθετώ προϊόντα φυσικά, βιομηχανικά, καλλιτεχνικά σε ειδική έκθεση: Εκθέτει τους πίνακές του στην αίθουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»